Ο δολομίτης (αγγλ. dolomite) είναι ανθρακικό ορυκτό του ασβεστίου και του μαγνησίου. Οφείλει το όνομά του στον Γάλλο φυσιοδίφη και γεωλόγο Ντεοντά Ντολομιέ (Déodat Sylvain Guy Tancrède de Gratet de Dolomieu, 1750–1801), ο οποίος ήταν από τους πρώτους που προέβη σε περιγραφή του βασικού συστατικού του πετρώματος με το ίδιο όνομα.
Ο δολομίτης σχηματίστηκε από διαγένεση ή υδροθερμική μετασωμάτωση του ασβεστίτη σε υπεραλατούχες ιζηματογενείς αποθέσεις. Ανευρίσκεται, όμως, και σε αρκετά μεταμορφωμένα πετρώματα, όπως το μάρμαρο και ως σχηματισμός σε υδροθερμικές φλέβες. Επίσης σε καρμπονατίτες και υπερβασικά πετρώματα.
Ορισμένες ποικιλίες του ανευρίσκονται να περιέχουν και μαγγάνιο ή σίδηρο. Η νικελιούχος παραλλαγή του ονομάζεται γκουροφίτης (Guhrofite) και έχει ερυθρωπό χρώμα, ενώ έχει ανευρεθεί και ένυδρη παραλλαγή του δολομίτη, που ονομάζεται υδροδολομίτης.
Είναι ένα από τα βασικότερα μη πυριτικά πετρογενετικά ορυκτά. Αποτελεί κυρίαρχο συστατικό του ομώνυμου πετρώματος, το οποίο είναι ιζηματογενούς προελεύσεως και ιδιαίτερα διαδεδομένο, σχηματίζοντας ολόκληρα τμήματα ορέων (π.χ οι Δολομιτικές Άλπεις στην Κεντρική Ευρώπη). Το παράδοξο αυτού του ορυκτού (και συνακόλουθα του πετρώματος που σχηματίζει) αποκαλείται «πρόβλημα του δολομίτη»: Ενώ και σήμερα παρατηρούνται σχηματισμοί ψαμμιτών, σχιστολίθων και ασβεστολίθων, ο δολομίτης δεν σχηματίζεται πλέον, απαντώντας μόνο σε αποθέσεις προηγουμένων γεωλογικών περιόδων. Αυτό καταδεικνύει ότι οι αρχικές αποθέσεις ήταν ασβεστιτικές – αραγονιτικές, που, μέσω διαγένεσης, μετατράπηκαν σε δολομίτες.
Μακροσκοπικά μοιάζει ιδιαίτερα με τον ασβεστίτη, με τον οποίο είναι στενά συνδεδεμένος και από τον οποίο, μακροσκοπικά, μπορεί να διακριθεί μόνο με ένα μέσο: Όταν και τα δύο ορυκτά κονιοποιηθούν και στην κονιοποιημένη μάζα επιδράσει αραιό και ψυχρό υδροχλωρικό οξύ (HCl), ο ασβεστίτης εμφανίζει έντονο αναβρασμό, ενώ ο δολομίτης ασθενέστατο ή καθόλου.
Συνδέεται, επίσης, με μικτά θειούχα, φθορίτη, βαρύτη, χαλαζία, ορυκτά της ομάδας των μικτών θειούχων υδροθερμικής προέλευσης, σιδηρίτη, μαγνησίτη, βολλαστονίτη (μεταμορφωσιγενούς προελεύσεως), ανκερίτη, σελεστίνη και γύψο.
Η περιεκτικότητα του σε μαγνήσιο είναι 45% και από αυτό προκύπτει η μαγνησιακη ή δολομιτικη ασβεστος που ειναι παχύ προϊόν.
Συναντάται σε παγκόσμια κλίμακα. Περιοχές που αξίζει να αναφερθούν λόγω των πολύ καλά σχηματισμένων και ευμεγέθων κρυστάλλων είναι η Ιταλία (Πιεμόντε), η Ναβάρρα στην Ισπανία, το Τιρόλο στην Αυστρία, η χερσόνησος Κόλα στη Ρωσία, η περιοχή Μίνας Ζεράις στη Βραζιλία (όπου σχετίζεται και με αυτοφυή χρυσό) και αρκετές Πολιτείες των ΗΠΑ.